Η (κομμουνιστική) Αριστερά 9 χρόνια μετά το δημοψήφισμα του 2015

του Διονύση Περδίκη

Συμβολή στον δημόσιο διάλογο της Πρωτοβουλίας για την Ανασυγκρότηση του Κομμουνιστικού Κινήματος στη θεματική:

“Απολογισμός της (μετα)-‘μνημονιακής’ περιόδου και συμπεράσματα για την τακτική και στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος.”

 

Ιστορική τομή για το εργατικό – λαϊκό κίνημα, την Αριστερά, και το κομμουνιστικό κίνημα

Η (σχεδόν) παγκόσμια συγχρονισμένη καπιταλιστική κρίση που ξέσπασε το 2009 εγκαινίασε μια περίοδο όξυνσης της ταξικής πάλης στη χώρα μας. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από τη σύγκρουση μεταξύ της «μνημονιακής» διαχείρισης της κρίσης στην Ελλάδα (όπως και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης) που βασιζόταν στην υποτίμηση της εργασιακής δύναμης, της ιδιοκτησίας και του δημόσιου ή/και φυσικού πλούτου της χώρα μας, και των λαϊκών αγώνων για μια φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση σε ρήξη με την ΕΕ, τους δανειστές και την ντόπια ολιγαρχία του μεγάλου, (φιλο)μονοπωλιακού και φιλοϊμπεριαλιστικού κεφαλαίου.

Η χώρα μας είχε να ζήσει τόσο οξυμένους πολιτικούς αγώνες από την περίοδο της μεταπολίτευσης. Κατά συνέπεια, η κατάληξη της σύγκρουσης αυτής με την ήττα του λαϊκού στρατοπέδου και την εφαρμογή της λεγόμενης «ΤΙΝΑ», δηλ. την επιβεβαίωση του μονοδρόμου της (φιλο)μονοπωλιακής, φιλοϊμπεριαλιστικής πολιτικής, είναι αναμενόμενο να έχει καθορίσει με ουσιαστικό τρόπο τις εξελίξεις τόσο στο εργατικό – λαϊκό κίνημα, όσο και στην Αριστερά όλων των αποχρώσεων (σοσιαλφιλελεύθερη, ριζοσπαστική, ρεφορμιστική, κομμουνιστική κ.ο.κ.).

 

Η πολιτική σημασία της περιόδου

H ήττα αυτή είχε δραματικές συνέπειες ως προς την πτώση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού και την υποβάθμιση της χώρας μας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας (π.χ. βλ. εδώ κι εδώ). Σχεδόν 10 χρόνια μετά, με τη μεσολάβηση και της περιόδου της αντιλαϊκής αντιμετώπισης της πανδημίας, όπως και της εξαιρετικά αντιδραστικής διακυβέρνησης της ΝΔ, δεν διαφαίνεται καμία σοβαρή προοπτική ανάκαμψης και διεξόδου.

Ο σημερινός συντριπτικά αρνητικός για τα λαϊκά στρώματα πολιτικός συσχετισμός ισχύος ήταν ίσως το – πολύ ακριβό – τίμημα που πληρώθηκε για την – πλέον πέραν κάθε αμφιβολίας –  αποκάλυψη στον λαό, μέσα από την ίδια του την (πολιτική) εμπειρία, της πραγματικής, ιμπεριαλιστικής φύσης της ΕΕ, του αδίσταχτου, βίαιου χαρακτήρα της και της ουτοπίας ή αυταπάτης κάθε πολιτικής που φιλοδοξεί να είναι υπέρ των λαϊκών συμφερόντων χωρίς να προϋποθέτει την ρήξη, και τελικά την έξοδο από αυτήν. Έτσι, σήμερα, δεν υπάρχει σχεδόν κανένα κόμμα της Αριστεράς στην Ελλάδα που να μην επαγγέλλεται, έστω, την ρήξη με ή και την έξοδο από την ΕΕ. Πρόσφατα, άλλωστε, στα πλαίσια της συμμαχίας τους για τις Ευρωεκλογές, τόσο η ΛΑΕ, όσο και το ΜΕΡΑ25 δήλωσαν ότι «η ΕΕ δεν μετασχηματίζεται»…

Η διαπίστωση αυτή δεν αποτέλεσε καμία έκπληξη για όσους από εμάς θεωρούσαμε ότι η ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας μας από τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό έχει υπαρξιακό χαρακτήρα για την ολιγαρχία του μεγάλου, (φιλο)μονοπωλιακού και φιλοϊμπεριαλιστικού κεφαλαίου που αποτελεί τον πυρήνα της αστικής εξουσίας στη χώρα μας. Έτσι, μετά από τα Δεκεμβριανά και τη σύγκρουση με τα αγγλικά στρατεύματα, τον εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο το αστικό στρατόπεδο λειτούργησε υπό την ηγεσία του στρατού των ΗΠΑ, την αμερικανοκίνητη χούντα των συνταγματαρχών και την εθνική τραγωδία της Κύπρου, οι εκβιασμοί και οι απειλές της ΕΕ, του ΔΝΤ και των δανειστών καθ΄ όλη την περίοδο της «διαπραγμάτευσης» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, όπως και τα διάφορα αντιδραστικά σχέδια (πολιτικών) παραγόντων της ντόπιας ολιγαρχίας την επαύριο του λαϊκού «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα, επιβεβαίωσαν για άλλη μια φορά στη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού κράτους ότι η αστική Ελλάδα δεν μπορεί παρά να «ανήκει στη Δύση».

Από τότε, άλλωστε, μεσολάβησε και η περαιτέρω όξυνση του σπονδυλωτά κλιμακούμενου Γ΄ Παγκοσμίου Πολέμου στα μέτωπα της Ουκρανίας, της Συρίας, πλέον και της Παλαιστίνης, στο μέλλον ίσως και της Ταϊβάν, δηλ. η απέλπιδα προσπάθεια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ, να διασώσουν και επεκτείνουν την παγκόσμια ηγεμονία τους, ως διέξοδο από την καπιταλιστική τους κρίση. Έτσι, αναδείχθηκε και το ότι ο ελληνικός λαός δεν μπορεί να νοηθεί όχι μόνο μια καλύτερη ζωή, αλλά ούτε καν μια στοιχειωδώς ειρηνική, ελεύθερη και αξιοπρεπή ζωή, αν δεν απελευθερωθεί από τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Κοιτώντας την ίδια αλήθεια από την οπτική της κομμουνιστικής στρατηγικής, ο δρόμος για οποιαδήποτε επαναστατική κοινωνική αλλαγή περνάει μέσα από τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό, και αντιστρόφως, η έξοδος από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ οδηγεί σε μια όξυνση της ταξικής πάλης που προσεγγίζει στην επαναστατική κατάσταση.

Συμπεραίνουμε, επιπλέον, ότι από τη μια η εξουσία εκείνη που θα πήγαινε τον αγώνα της φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση «μέχρι τέλους», ξεκινώντας από τη διαγραφή του χρέους, τις εθνικοποιήσεις κ.ο.κ., προχωρώντας αναγκαστικά στην έξοδο από την Ευρωζώνη και γενικότερα στη ρήξη με την ΕΕ, το ΔΝΤ και τους υπόλοιπους δανειστές (άρα και με τις ΗΠΑ…), και, φυσικά, με την ντόπια ολιγαρχία, θα έπρεπε αναγκαστικά να λάβει – έστω στην πορεία της σύγκρουσης – επαναστατικά χαρακτηριστικά, να μετατραπεί στο ισοδύναμο της «δικτατορίας του προλεταριάτου», δηλ. στην εξουσία της εργατικής τάξης και των σύμμαχων στρωμάτων του εργαζόμενου λαού, στη βάση της συγκεκριμένης κοινωνικής σύνθεσης στην Ελλάδα. Από την άλλη, η εμπειρία των επαναστάσεων του 20ού αιώνα, αλλά και των σύγχρονων αγώνων ενάντια στον ιμπεριαλισμό σε περιοχές του κόσμου όπως π.χ. η Λατινική Αμερική, δείχνει ότι αυτή η διαδικασία δεν είναι ένα μονόπρακτο στο οποίο κυριαρχούν άμεσα οι «καθαρές» μορφές που προβλέπει η κλασσική μαρξιστική – λενινιστική θεωρία στην αφαιρετική της γενικότητα.

Όσον αφορά το αν υπήρξε επαναστατική κατάσταση με τη λενινιστική έννοια στην περίοδο 2012-2015, δεν μπορώ να πάρω θέση. Πολλά από τα κριτήρια που θέτει η λενινιστική θεωρία φαίνεται να πληρούνται, έστω και μερικώς: υπήρχε, όντως, δραματική χειροτέρευση της κατάστασης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων (υψηλότατη ανεργία, πτώση 30-40% των πραγματικών εισοδημάτων, χρεωκοπίες κ.ο.κ.), πρωτοφανής για πολλές δεκαετίες έξαρση των ταξικών αγώνων, ενδεικτική της αδυναμίας ή απροθυμίας των εργατο-λαϊκών στρωμάτων να «ζήσουν όπως πριν», οξυμένη οικονομική (κρατική χρεωκοπία) και πολιτική (κατακρήμνιση του «δικομματισμού») κρίση και στο αστικό στρατόπεδο με υπαρξιακό κίνδυνο για την αστική τάξη να αμφισβητηθεί η στρατηγική της επιλογή για συμμετοχή στην Ευρωζώνη, στην ΕΕ, και «στη Δύση» γενικότερα κ.ο.κ. Ωστόσο, ελλείψει πολιτικού υποκειμένου με τη σωστή στρατηγική και τακτική, ποτέ η κατάσταση αυτή δεν εξελίχθηκε τελικά σε επαναστατική κρίση, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιβεβαιωθεί πέραν κάθε αμφιβολίας και η επαναστατική κατάσταση (π.χ. να απορριφθεί το ενδεχόμενο μιας ελεγχόμενης εξόδου από το Ευρώ, αλλά όχι από την ΕΕ, ως «σχέδιο Β’» της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού).

 

Το τέλος της «υπαρκτής» Αριστεράς

Ωστόσο, η ιστορική αυτή περίοδος αποκάλυψε και την αδυναμία – ανικανότητα σε συνδυασμό με απροθυμία – όλων των εκδοχών της ριζοσπαστικής Αριστεράς να σχεδιάσουν μια στρατηγική και τακτική για να κατακτήσουν μια τέτοια εξουσία (και όχι απλά την κοινοβουλευτική διακυβέρνηση) και να εφαρμόσουν το όποιο πρόγραμμά τους. Η αδυναμία αυτή εκδηλώνεται ως

  • άρνηση για τον σχεδιασμό μιας πολιτικής για την εξουσία πάνω στην κυρίαρχη αντίθεση που διαπερνά την ελληνική κοινωνία, όπως τη σκιαγραφήσαμε σχηματικά παραπάνω («εργαζόμενος λαός – (φιλο)μονοπωλιακή, φιλοϊμπεριαλιστική ολιγαρχία του μεγάλου κεφαλαίου, ΕΕ, ΝΑΤΟ»),
  • και την κυριαρχία άλλων δίπολων, είτε υπερβολικά ταυτισμένων με τις ιδιαίτερες μορφές της συγκυρίας (π.χ. «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» αδιαφορώντας για τις πολιτικές προϋποθέσεις και προεκτάσεις μιας πραγματικά αντιμνημονιακής πολιτικής στις τότε συνθήκες), είτε υπερβολικά αφηρημένων («κεφάλαιο – εργασία», «καπιταλισμός – αντικαπιταλισμός, σοσιαλισμός ή ευφημισμοί του όπως ‘λαϊκή εξουσία’»).

Έτσι, ενώ υπήρχε ευρεία συμφωνία – στα λόγια – σε ένα μεταβατικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση που βασίζονταν στη διαγραφή του δημοσίου χρέους, σε εθνικοποιήσεις τραπεζών ή και άλλων στρατηγικών τομέων της οικονομίας, μαζί με πληθώρα οικονομικών και δημοκρατικών φιλολαϊκών, αντιμονοπωλιακών και αντιιμπεριαλιστικών μεταρρυθμίσεων, μεταξύ δυνάμεων που κάλυπταν όλο τον χώρο από το αριστερό – ίσως και πλειοψηφικό – κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι το ΚΚΕ και την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, ποτέ δεν υπήρξε συμφωνία στην κεντρικότητα της ρήξης με την ΕΕ, τους δανειστές και την ντόπια ολιγαρχία ως τη στρατηγική κατεύθυνση που αποτελούσε και τη βασική πολιτική προϋπόθεση εφαρμογής ενός τέτοιου προγράμματος. Σταχυολογώ:

  • Δέσμευση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ και στη διατήρηση της αστικής εξουσίας ως είχε.
  • Απροθυμία της αριστερής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ να επεξεργαστεί έγκαιρα ένα τέτοιο μεταβατικό πρόγραμμα και να το παρουσιάσει ανεξάρτητα στον ελληνικό λαό, ακόμη και αν αυτό θα ζημίωνε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
  • Άρνηση του ΚΚΕ σε κάθε σκέψη για σύμπραξη κοινωνικο-πολιτικής συμμαχίας στην παραπάνω στρατηγική κατεύθυνση, όπως αυτή εκδηλώθηκε ως πραξικοπηματική άρνηση του ίδιου του – μέχρι το 19ο συνέδριο του 2013 – προγράμματος του κόμματος, ή ως γελοιότητα δηλώσεων όπως «δεν θέλουμε να κυβερνήσουμε στον καπιταλισμό» που άνοιξαν τον δρόμο στον ΣΥΡΙΖΑ να ενσωματώσει τη λαϊκή ριζοσπαστικότητα, και με αποκορύφωμα την εγκληματική του στάση πριν και μετά το δημοψήφισμα του 2015, όταν διακινδύνεψε μια νίκη του «ΝΑΙ» (θα ήταν ταφόπλακα για τους λαϊκούς αγώνες για αρκετά χρόνια, διότι όλη η «μνημονιακή» διαχείριση της κρίσης θα νομιμοποιούνταν δήθεν με τη λαϊκή ψήφο) και στη συνέχεια συνέβαλε στην «πολιτική ορφάνια» του νικηφόρου μεν, προδομένου δε, «ΟΧΙ», το οποίο αρνήθηκε να υπερασπιστεί (πως θα μπορούσε άλλωστε, μετά τη στάση του υπέρ του άκυρου;..), καταφεύγοντας, μάλιστα, σε δηλώσεις όπως «δεν είμαστε υπέρ μιας άτακτης χρεωκοπίας εκτός Ευρώ»
  • Απροθυμία ή/και ανικανότητα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς να συνεννοηθεί κι αυτή στην ως άνω στρατηγική κατεύθυνση στο όνομα της «άρνησης κοινοβουλευτικής κυβερνητικής διαχείρισης», του «αντικαπιταλισμού» κ.ο.κ.

Συνολικά, όλες οι εκδοχές της Αριστεράς έδειξαν να μην ξέρουν ή να μη θέλουν καν να διεκδικήσουν την εξουσία, ή, ακόμη χειρότερα, ότι δεν θα ήξεραν τι να την κάνουν, ακόμη και αν τους τη χάριζαν…

Αυτό εγείρει ζητήματα για την ιστορική κρίση της Αριστεράς αυτής, τόσο στη χώρα μας, όσο και συνολικά στις χώρες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ (είδαμε και τα αποτελέσματα των πρόσφατων Ευρωεκλογών…), , τη σχέση της κρίσης αυτής με τη χρόνια στρατηγική κρίση του (διεθνούς) κομμουνιστικού κινήματος, για την κοινωνική σύνθεση των πολιτικών φορέων της, τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης ευρύτερων εργατο-λαϊκών στρωμάτων στην ιμπεριαλιστική στρατηγική που επιτρέπει το ενδιάμεσο επίπεδο ανάπτυξης της Ελλάδας και η ένταξή της στην ΕΕ (π.χ. η σχετικά ελεύθερη κυκλοφορία του εργατικού δυναμικού), στα οποία δεν μπορώ να επεκταθώ στο παρόν σημείωμα.

Δεδομένου, όμως, ότι ένα πολιτικό ρεύμα που αδυνατεί ή δεν θέλει να διεκδικήσει την εξουσία δεν έχει και καμία ιδιαίτερη πολιτική προοπτική, μπορούμε να μιλήσουμε για το τέλος της Αριστεράς, όπως τη γνωρίσαμε μετά τη μεταπολίτευση. Καθόλου τυχαία ο πολιτικός όρος της «Αριστεράς» είτε αφήνει τη συντριπτική πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού αδιάφορη, είτε προκαλεί ακόμη και αγανάκτηση και οργή παρόμοια με αυτήν που στρέφεται ενάντια στα αστικά κόμματα, υπό το βάρος βέβαια και της κυρίαρχης προπαγάνδας, αλλά και με τις ευθύνες, σαφώς και να μην κατανέμονται ισότιμα στις διάφορες εκδοχές της.

 

Με το βλέμμα στο μέλλον της ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού, και ευρύτερα του εργατικού και λαϊκού κινήματος

Τα παραπάνω συμπεράσματα καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό και τη φυσιογνωμία του εγχειρήματός μας, της Πρωτοβουλίας για την Ανασυγκρότηση του Κομμουνιστικού Κινήματος (ΚΚ), όπως σκιαγραφείται στο Ανοιχτό Κάλεσμά μας.

Από τη μια παραμένουμε πεπεισμένοι για την αναγκαιότητα και επικαιρότητα της επανάστασης για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και τη μετάβαση στον κομμουνισμό ως τη μόνη λύση που μπορεί να βγάλει την ανθρωπότητα από το σημερινό αδιέξοδο, όπως και για την αναγκαιότητα κομμουνιστικών κομμάτων (όπως και μια νέας κομμουνιστικής διεθνούς) για να πρωτοστατήσουν σε μια τέτοια ιστορική πορεία.

Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να περιμένει από το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα, μια μικρή χώρα που δεν είναι στην αιχμή της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης, ούτε και σε αυτήν των αντιιμπεριαλιστικών αγώνων, και στην οποία ουδέποτε κατέκτησαν (όλη) την εξουσία οι κομμουνιστές και οι σύμμαχοί τους, να παίξει τον σημαντικότερο ρόλο στο ξεπέρασμα της στρατηγικής κρίσης του διεθνούς ΚΚ. Κανείς δεν περιμένει ούτε και να λυθούν τα διάφορα θεωρητικά και ιδεολογικά ζητήματα που μας χωρίζουν, τόσο αυτά που κληρονομήσαμε από την ιστορία, όσο και αυτά που προέκυψαν τις τελευταίες δεκαετίες των ανατροπών των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, της ανάπτυξης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων, της ανόδου της Κίνας και άλλων χωρών του «παγκόσμιου Νότου» κ.ο.κ., μέσω της ατέρμονης θεωρητικής συζήτησης μεταξύ μικρών και διάσπαρτων ομάδων κομμουνιστικής καταγωγής. Ούτε, φυσικά, καμία από αυτές τις ομάδες δεν μπορεί από μόνη της να ηγηθεί και να γίνει ο πόλος γύρω από τον οποίο θα ανασυγκροτηθεί το εγχώριο ΚΚ με κατάληξη ένα νέο, σύγχρονο, επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα, ενώ δεν μπορούμε απλά να περιμένουμε και να ελπίζουμε να «αλλάξει» το ΚΚΕ, ή να υιοθετήσουμε λογικές εισοδισμού και φραξιονισμού σε αυτό… Εννοείται, δε, ότι ανασυγκρότηση του ΚΚ έξω από την ανασυγκρότηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος, σε ένα ιστορικό κενό, δεν νοείται καν.

Εξ’ ου και θεμελιώνουμε το εγχείρημά μας γύρω από ένα ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα, αξιοποιώντας και την ιστορική εμπειρία της περιόδου από το 2009 μέχρι σήμερα, που μπορούμε να το συνοψίσουμε ως εξής:

«

είμαστε εκείνοι/ες οι κομμουνιστές/στριες που

  • πέρα από θεωρητικές, ιδεολογικές, ιστορικές ή μη διαφορές που μας χωρίζουν, και τις οποίες δεσμευόμαστε να μελετήσουμε και να συζητήσουμε από κοινού, με συντροφικό πνεύμα και σε ένα βάθος χρόνου, παράλληλα με την οργανωτική μας συγκρότηση,
  • συμφωνούμε ότι το κεντρικό πολιτικό καθήκον του κομμουνιστικού κινήματος στη σύγχρονη ιστορική συγκυρία είναι να συμβάλει στην ενότητα του εργαζόμενου λαού στη βάση της ως άνω κυρίαρχης αντίθεσης, δηλ. να τον στρέψει ενάντια στην εξουσία της ολιγαρχίας του μεγάλου, (φιλο)μονοπωλιακού, φιλοϊμπεριαλιστικού κεφαλαίου, την οποία και να αποκόψει από τον ομφάλιο λώρο που την ενώνει με τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ,
  • κάτι που συνεπάγεται και μια πολιτική όσο το δυνατόν πιο ισότιμων, αλληλέγγυων και ειρηνικών σχέσεων με όλες τις χώρες και τους λαούς του κόσμου, ειδικά εκείνων που αντιπαλεύουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, αξιοποιώντας και τις ενδοαστικές, διεθνείς αντιθέσεις, και ακόμη ειδικότερα εκείνων που βρίσκονται υπό την ηγεσία αντιιμπεριαλιστικών ή και κομμουνιστικών δυνάμεων και κομμάτων και έχουν εμφανώς οδηγήσει τους λαούς τους σε μια βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου, στη βάση της εθνικής ανεξαρτησίας από τον ιμπεριαλισμό,
  • μαζί με τη συμφωνία και σε μια σειρά οργανωτικών όρων (π.χ. για έναν πραγματικά δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, αρχικά στη βάση αυξημένων πλειοψηφιών, ως αντίβαρο για την έλλειψη επαρκούς στρατηγικής ενότητας), πολιτικών πρακτικών (π.χ. για τον συνδυασμό κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών και μετώπων, όπως και των κινηματικών μορφών πάλης με τις κοινοβουλευτικές και με τη διεκδίκηση υπό όρους της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας) ανοιχτής θεωρητικής έρευνας και συζήτησης κ.ο.κ.

»

Τα παραπάνω βασίζονται στο ότι η ανασυγκρότηση του ΚΚ και η ανασυγκρότηση του εργατικού – λαϊκού κινήματος, υποβοηθούμενη από τη μετωπική συμπόρευση όλων των πολιτικών δυνάμεων που συμφωνούμε στην ως άνω στρατηγική κατεύθυνση, αποτελούν δύο διαλεκτικά αλληλοτροφοδοτούμενες διαδικασίες.

 

Επιστροφή στη δύσκολη πραγματικότητα…

Δυστυχώς, στον απόηχο της ήττας της προηγούμενης περιόδου, δεν διαφαίνεται διάθεση για ριζική αλλαγή πορείας στη συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων, οργανώσεων και συλλογικοτήτων της κομμουνιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Σταχυολογώ και πάλι, για το ζήτημα της μετωπικής συμπόρευσης για μια πολιτική φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση:

  • Ο χώρος της ΛΑΕ και του ΜΕΡΑ25, αν και μετατοπισμένος προς τη σωστή κατεύθυνση της ρήξης με μια ΕΕ «που δεν μετασχηματίζεται», συνεχίζει την προγραμματική ασάφεια γύρω από τις βασικές πολιτικές προϋποθέσεις (έξοδος από ΕΕ και ΝΑΤΟ) οποιασδήποτε φιλολαϊκής πολιτικής για μια εξαρτημένη χώρα όπως η Ελλάδα, ενώ παραμένει δέσμιος προσωποπαγών και γραφειοκρατικών πρακτικών.
  • Το ΚΚΕ συνεχίζει «να ανάβει φλας αριστερά για να στρίψει όλο και πιο δεξιά», αρνούμενο κάθε συμμαχία στην ως άνω στρατηγική κατεύθυνση, αποδεχόμενο μόνο την ατομική στήριξη προσωπικοτήτων που εφάρμοσαν μνημονιακές πολιτικές χωρίς καμία αυτοκριτική ή/και ουδέποτε εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, μεταθέτει για όλο και αργότερα και υπό όλο και πιο δύσκολες προϋποθέσεις την έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ («θα βγούμε στον σοσιαλισμό», «δε θέλουμε να μας διώξουν από την ΕΕ» κ.ο.κ.), παίρνει θέση «ίσων αποστάσεων» μεταξύ του ιμπεριαλιστή «μας» (ΕΕ/ΝΑΤΟ) και των αντιπάλων του (Ρωσία, Κίνα, Ιράν, κ.ο.κ.), όπως και αποστάσεων γενικότερα από χώρες που προσπαθούν να διατηρήσουν ή να εξελίξουν περαιτέρω την εργατολαϊκή εξουσία (Κούβα, Κίνα, Β. Κορέα), ενώ συνεχίζει την αναθεώρηση της ιστορίας για να νομιμοποιήσει την πολιτική του στροφή, ανακαλύπτοντας ξαφνικά ότι η χούντα δεν ήταν «αμερικανοκίνητη»
  • Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνεχίζουν και …επαυξάνουν, ως αν να δικαιώθηκε η σεχταριστική πολιτική τους στο ζήτημα των συμμαχιών, των μετώπων και της εξουσίας, υιοθετώντας παρόμοιες – στην ουσία απολογητικές – θέσεις με το ΚΚΕ για τον σύγχρονο ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο.
  • Επιπλέον, συνεχίζεται αμείωτη η αυτοαναφορική φιλολογία για (ανα)συγκρότηση της μιας ή της άλλης εκδοχής «Αριστεράς» (αντικαπιταλιστική, αντιδιαχειριστική, ανυπόταχτη, ριζοσπαστική, οικολογική κ.ο.κ…) – κάτι που αφήνει παγερά αδιάφορη τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού – και η ιεράρχηση ζητημάτων που δεν σχετίζονται άμεσα με το ζήτημα της εξουσίας ή της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας (π.χ. για τα διάφορα «ατομικά δικαιώματα»), αντί για να προωθείται η όσο το δυνατόν πιο ευρεία ενότητα του εργαζόμενου λαού στη βάση της απαραίτητης προγραμματικής συμφωνίας (που η εμπειρία της προηγούμενης περιόδου έδειξε ότι είναι δυνατή, όπως αναφέρθηκε παραπάνω). Μάλιστα, η πρακτική αυτή επιστρέφει όλο και περισσότερο στην υποτίμηση της ρήξης με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ ως δήθεν «ανεπίκαιρης»… Αυτό συμβαίνει ενώ δημοσιεύονται έρευνες της κοινής γνώμης που αναδεικνύουν την αντίθεση ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού τόσο με την ΕΕ, όσο και με το ΝΑΤΟ, παρόλο που στην ουσία παραμένει πολιτικά ορφανό, χωρίς έναν πολιτικό φορέα που να έχει πραγματικά σχέδιο ρήξης με τους ιμπεριαλιστικούς αυτούς οργανισμούς και να το προτείνει ανοιχτά στον λαό.

Όσον αφορά δε την ανασυγκρότηση του ΚΚ, παρόλο που υπάρχει επαρκής συμφωνία στην ως άνω στρατηγική κατεύθυνση ανάμεσα σε αρκετές οργανώσεις και συλλογικότητες, όπως και σε ακόμη μεγαλύτερο αριθμό ανένταχτων αγωνιστών/στριών και κομμουνιστών/στριών, ιεραρχείται το κριτήριο της ευρύτερης ιδεολογικο-πολιτικής συμφωνίας ή συγγένειας, είτε για αυτόνομη συγκρότηση σε υπερβολικά μικρές συλλογικότητες, είτε για λίγο μεγαλύτερες συσσωματώσεις (π.χ. βλ. το εγχείρημα της ΜΕΤΑΒΑΣΗς, βλ. και μια προηγούμενη κριτική), έναντι της αναγκαιότητας για τη συγκέντρωση μιας ελάχιστης δύναμης για την ίδρυση μιας μεταβατικής κομμουνιστικής οργάνωσης που θα μπορούσε να παρέμβει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στο εργατικό και λαϊκό κίνημα.

Έτσι, οδεύουμε προς μια νέα όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης με αδύναμο κρίκο αυτή τη φορά το σύνολο της Ευρώπης, ενώ μας πλησιάζει και ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος όλο και πιο πολύ, χωρίς να διαφαίνεται ακόμη στον ορίζοντα εκείνη η Αριστερά ή/και ο μετωπικός πολιτικός φορέας στη βάση προγραμματικής συμφωνίας που θα μπορούσαν να καταθέσουν αυτή τη φορά μια πραγματικά εναλλακτική πρόταση εξουσίας στον ελληνικό λαό, πόσο μάλλον η κομμουνιστική οργάνωση ή κόμμα που θα προσπαθήσει να ηγηθεί ή έστω να συμβάλει σε ένα τέτοιο εγχείρημα.

Όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που ο κόσμος αλλάζει (κι έχει ήδη αλλάξει πολύ ακόμη και από πριν 10 χρόνια…), η κρίση στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις οξύνεται, όπως και η αντιπαράθεση με τις ανερχόμενες δυνάμεις που αμφισβητούν την ηγεμονία τους, με αποτέλεσμα να γίνεται όλο και πιο φανερά στη λαϊκή συνείδηση τόσο το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί τον κόσμο η ιμπεριαλιστική στρατηγική, όσο και οι δυνατότητες που ανοίγονται για ένα νέο κύμα από-αποικιοποίησης και ανεξαρτησίας από τον ιμπεριαλισμό, καθώς οδεύουμε προς έναν πιο «πολυπολικό» κόσμο. Η Αριστερά στη χώρα μας και στις χώρες της ΕΕ και του ΝΑΤΟ δείχνει να μην αντιλαμβάνεται τη δυναμική αυτή ως αυτό που πραγματικά είναι, να είναι πολύ εύκολη στην κριτική της προς τις ηγεσίες των χωρών που αντιτίθενται στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, την ώρα που, αντίθετα, υιοθετεί απολογητικές θέσεις για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Έτσι, η αντίφαση στη σημερινή συγκυρία μεταξύ ενός διεθνούς περιβάλλοντος πιο ευνοϊκού σε σχέση με πριν από 10 χρόνια για μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την ντόπια ολιγαρχία και της άρνησης της Αριστεράς να επεξεργαστεί και να προωθήσει το αντίστοιχο μεταβατικό πρόγραμμα – στο οποίο υπάρχει «θεωρητική» συμφωνία σε πολύ μεγάλο βαθμό, είναι ακόμη πιο κραυγαλέα…

Μοιραστείτε το άρθρο