Για τη μετωπική συμπόρευση στο κίνημα

 

του Διονύση Περδίκη

μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής

της Πρωτοβουλίας για την Ανασυγκρότηση του Κομμουνιστικού Κινήματος

και του Συλλόγου Διάδοσης της Μαρξ. Σκέψης «Γ. Κορδάτος»

 

 

Εισαγωγή

Στη βάση παλιότερου άρθρου μου στην ιστοσελίδα του Συλλόγου Διάδοσης της Μαρξ. Σκέψης «Γ. Κορδάτος» («Σύλλογος» στο εξής):

  • ορίζεται η κυρίαρχη κοινωνική αντίθεση ως η μορφή με την οποία εμφανίζεται η βασική κοινωνική αντίθεση (κεφάλαιο – εργασία) σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία και σε έναν συγκεκριμένο εθνικό κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό,
  • η οποία και καθορίζει τη στρατηγική ενός κομμουνιστικού κόμματος, δηλ. το είδος της εξουσίας (κυρίαρχη τάξη, βασικά καθήκοντα) και τον γενικό τρόπο κατάκτησής της (μεταρρύθμιση ή επανάσταση, χαρακτήρας επανάστασης, κοινωνικές συμμαχίες),
  • ενώ για τη σύγχρονη Ελλάδα η κυρίαρχη αντίθεση ορίζεται ως αυτή μεταξύ της ολιγαρχίας του μονοπωλιακού, (φιλο)ιμπεριαλιστικού, ξένου και ελληνικού, μεγάλου κεφαλαίου, και της μεγάλης πλειοψηφίας του εργαζόμενου λαού,
  • με αποτέλεσμα η στρατηγική να αφορά την επανάσταση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της για την εγκαθίδρυση της δικής τους κρατικής εξουσία, με βασικά καθήκοντα την κοινωνικοποίηση των βασικών και συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, σε συνδυασμό με την οργάνωση του μικρομεσαίου κεφαλαίου σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς, ενταγμένους στον κεντρικό, δημοκρατικό σχεδιασμό υπό εργατικό και λαϊκό έλεγχο, καθώς και το σπάσιμο των δεσμών της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, υποταγής και εκμετάλλευσης, καταρχήν με την έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, και τη σύναψη όσο το δυνατόν πιο ειρηνικών και ισότιμων σχέσεων, στη βάση της διεθνιστικής αλληλεγγύης, με λαούς και χώρες που κινούνται σε παρόμοια κατεύθυνση ρήξης με τον ιμπεριαλισμό, και όλα αυτά στην προοπτική της οικοδόμησης του σοσιαλισμού.

Επιπλέον, το χτίσιμο των κοινωνικών συμμαχιών – ως ζήτημα στρατηγικής – είναι αδύνατο χωρίς το κομμουνιστικό κόμμα να τις συνδυάζει διαλεκτικά με αντίστοιχες πολιτικές συμμαχίες, ως μέρος της πολιτικής τακτικής του. Στη βάση αυτή, το άρθρο εκείνο επανέλαβε την πρόταση του Συλλόγου μας για ένα λαϊκό μέτωπο, πατριωτικό και ταυτόχρονα διεθνιστικό, σε αντιιμπεριαλιστική, αντιμονοπωλιακή και δημοκρατική κατεύθυνση, με σκοπό τη διαλεκτική σύνδεση της στρατηγικής με την τακτική, των κοινωνικών με τις πολιτικές συμμαχίες, αλλά και του κινηματικού με τον κοινοβουλευτικού αγώνα, και, εν τέλει, την προσέγγιση στη σοσιαλιστική επανάσταση στη χώρα μας. Επομένως, η μετωπική πολιτική διαπνέεται από μια στρατηγική κατεύθυνση, ή με άλλα λόγια, είναι μια τακτική μακράς περιόδου και στρατηγικής σημασίας. Προάγει τις κοινωνικές συμμαχίες της εργατικής τάξης και προκαλεί ρήγματα σε αυτές της αστικής τάξης, ιδιαίτερα της μονοπωλιακής.

Απουσία ενός πραγματικά επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος με ανάλογη πολιτική, η Πρωτοβουλία μας διακηρύσσει ότι η προώθηση μιας τέτοιας μετωπικής πολιτικής στο κίνημα είναι το κεντρικό πολιτικό καθήκον των κομμουνιστών/-ριών. Αυτό το καθήκον αποτελεί και τη βάση πάνω στην οποία επιμέρους κομμουνιστικές οργανώσεις και συλλογικότητες, αλλά και ανένταχτοι/-ες κομμουνιστές/-ίστριες, μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε το κομμουνιστικό κίνημα στη χώρα μας, ιδρύοντας μια μεταβατική κομμουνιστική οργάνωση στην προοπτική ενός νέου, σύγχρονου, επαναστατικού, κομμουνιστικού κόμματος. Έτσι, η Πρωτοβουλία μας απεύθυνε ανοιχτό κάλεσμα για μετωπική συμπόρευση στο κίνημα, η οποία διαπνέεται από μια τέτοια στρατηγική κατεύθυνση.

Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσω να διευκρινίσω ορισμένες πλευρές της μετωπικής αυτής πολιτικής και θα σχολιάσω συντροφικά μεν, κριτικά δε, τρέχουσες μετωπικές προτάσεις και εγχειρήματα άλλων κομμουνιστικών και αριστερών οργανώσεων και συλλογικοτήτων όπως της συμπόρευσης ΜΕΡΑ25 – ΛΑΕ, της ΜΕΤΑΒΑΣΗς και του Μετώπου Λαϊκού Αγώνα «Ηλέκτρα Αποστόλου».

 

Μετωπική πολιτική για την ενότητα του λαού, όχι της «Αριστεράς»

Καταρχήν, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι πολιτικές συμμαχίες οφείλουν να εξυπηρετούν τις κοινωνικές, και, στην περίπτωσή μας, να χτίζουν την ενότητα του εργαζόμενου λαού στη στρατηγική κατεύθυνση σύγκρουσης με την ντόπια οικονομική ολιγαρχία και τον ιμπεριαλισμό. Οπότε, πρέπει να απευθύνεται ανοιχτά προς όλο τον λαό, με κοινωνικό και όχι πολιτικό προσδιορισμό, να μην τον διαχωρίζει δηλαδή με βάση το αν αυτοπροσδιορίζεται συνειδητά, ή «νιώθει» με ασυνείδητο τρόπο, ως «Αριστερός» ή «Δεξιός», ή ως «κομμουνιστής», «αντιιμπεριαλιστής», «αντικαπιταλιστής» κ.ο.κ. Δυστυχώς, όμως, τόσο η πρόταση των ΜΕΡΑ25-ΛΑΕ, όσο και η πρόταση της ΜΕΤΑΒΑΣΗς, υποτάσσουν τη μετωπική πολιτική στην ανασυγκρότηση και ενότητα μιας ορισμένης «Αριστεράς» (βλ. παρακάτω για τη χρήση των …κατάλληλων επιθετικών προσδιορισμών!..).

Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι και μια μετωπική πρόταση σαν αυτή που δημοσίευσε η Πρωτοβουλία μας απευθύνεται καταρχήν σε ριζοσπάστες αριστερούς, αντιιμπεριαλιστές, αντικαπιταλιστές και κομμουνιστές, αγωνιστές του εργατικού και λαϊκού κινήματος, με την έννοια ότι είναι αυτό το κοινό που καταρχήν θα μπορούσε να διάκειται θετικά προς αυτήν. Ωστόσο, ο σκοπός της πρότασης είναι άλλος και στη γλώσσα της κυριαρχεί η λαϊκότητα και όχι μια ορισμένη «αριστερή» ιδεολογία· εν τέλει απευθύνεται σε όλο τον λαό προτάσσοντας την κοινωνικοταξική, εργατολαϊκή «ταυτότητα» και όχι την πολιτικο-ιδεολογική «αριστερή».

 

Μέτωπο προγραμματικό, όχι της «Αριστεράς»

Αλλά και ο ίδιος ο πολιτικός χαρακτήρας της πρότασης δεν χρειάζεται να δοθεί με αναφορές στην «Αριστερά», ή οποιαδήποτε παραλλαγή της στη βάση της χρήσης μιας ποικιλίας επιθετικών προσδιορισμών (π.χ. «ριζοσπαστική», «μαχητική«, «ανατρεπτική«, «αντιδιαχειριστική», «αντιιμπεριαλιστική», «αντικαπιταλιστική», «κομμουνιστική», έως και πρόσφατα «αξιοπρεπής»…). Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο σε μια εποχή που η έννοια της «Αριστεράς» έχει χάσει την αξιοπιστία της, στη βάση της αποτυχίας της να οδηγήσει τον λαό σε μια φιλολαϊκή διέξοδο από την καπιταλιστική κρίση, με την ευθύνη να βαραίνει φυσικά κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να αγγίζει όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Ούτε χρειάζεται μια στρατηγική συμφωνία για το είδος της εξουσίας (π.χ. σοσιαλισμός) ή για τον τρόπο κατάκτησής της (π.χ. επανάσταση ή μεταρρύθμιση, ρόλος του αστικού κράτους, του κοινοβουλίου κ.ο.κ.).

Αντίθετα, ο πολιτικός χαρακτήρας μπορεί να δοθεί πλήρως μέσα από το προγραμματικό πλαίσιο ορισμένων βασικών αξόνων ή και επιμέρους στόχων πάλης. Όπως ανέφερα σε προηγούμενο άρθρο μου στον διάλογο αυτόν, η εμπειρία των αγώνων της προηγούμενης περιόδου ενάντια στη «μνημονιακή» διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης στη χώρα μας ανέδειξε μια ευρεία συμφωνία σε ένα τέτοιο πρόγραμμα πάλης ανάμεσα σε δυνάμεις που βρίσκονται από τη ΛΑΕ (ή κατά περίπτωση και το ΜΕΡΑ25), έως το ΚΚΕ, το ΝΑΡ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής κομμουνιστικής Αριστεράς.

Αυτό που έχει αλλάξει από τότε είναι ότι το τότε σημείο τριβής, αυτό της σχέσης της διεξόδου από την κρίση με την ρήξη, «αποδέσμευση» ή έξοδο από την Ευρωζώνη και την ΕΕ, έχει πλέον ξεκαθαρίσει σε μεγάλο βαθμό, με την έννοια ότι, πλέον, μετά από τη δραματική εμπειρία της περιόδου εκείνης, καμία από αυτές τις δυνάμεις δεν ισχυρίζεται ότι είναι δυνατή οποιαδήποτε φιλολαϊκή λύση χωρίς τη σύγκρουση με την ΕΕ, τις ΗΠΑ και τους δανειστές. Ταυτόχρονα, όλες αυτές οι δυνάμεις στρέφονται ενάντια στο ΝΑΤΟ. Διαφωνίες, επιμέρους διαφοροποιήσεις και – καθόλου «δημιουργικές» – ασάφειες φυσικά εξακολουθούν να υπάρχουν, ειδικά στον χώρο της ΛΑΕ, λόγω ίσως και της συμπόρευσής της με το ΜΕΡΑ25. Ωστόσο, οι υποκειμενικές συνθήκες ευνοούν περισσότερο τη μετωπική συμπόρευση.

Η Πρωτοβουλία μας, σε κάθε περίπτωση, θεωρεί ότι ο στόχος της εξόδου από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, λόγω της φύσης τους ως ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, οι οποίοι – εκτός όλων των άλλων – πραγματοποιούν την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και εκμετάλλευση της χώρας μας και του λαού μας, είναι αναγκαίος, αν και όχι από μόνος του ικανός, όρος για οποιαδήποτε εναλλακτική πορεία. Επιπλέον, εκτιμούμε, σε αντίθεση με απόψεις, π.χ. από τον χώρο της ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗς, ότι όχι μόνο το ζήτημα αυτό δεν είναι «εκτός επικαιρότητας», αλλά επιπλέον ο λαός μας θα αντιμετώπιζε ως αναξιόπιστο οποιονδήποτε θα υποσχόταν ένα καλύτερο μέλλον εντός των οργανισμών αυτών. Επομένως, για εμάς, η έξοδος από το ΝΑΤΟ και η ρήξη και αποδέσμευση (αν όχι ξεκάθαρα «έξοδος») από την ΕΕ συνιστά το ζήτημα – κρίκο για οποιαδήποτε μετωπική, πολιτική πρόταση, και καλύπτει ένα πολιτικό κενό που «βοά». Αυτό, φυσικά, δεν εμποδίζει τη συμπόρευση στο κίνημα με δυνάμεις που αρκούνται σε μια κατεύθυνση ρήξης, απειθαρχίας, ακύρωσης κ.ο.κ. των πολιτικών των οργανισμών αυτών σε επιμέρους μέτωπα πάλης.

Επιπλέον διαφορές προκύπτουν σήμερα από τις διαφορετικές εκτιμήσεις για τις διεθνείς εξελίξεις και τον σπονδυλωτά κλιμακούμενο, εν τη γενέσει του, Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που μας απειλεί (βλ. και παρακάτω για το ζήτημα αυτό). Σε κάθε περίπτωση, είναι αναγκαίο να αναβιώσει ο συντροφικός και συναγωνιστικός, όσο το δυνατόν πιο επιστημονικός, διάλογος, σε συνεχή αλληλοτροφοδότηση με τα κινήματα, γύρω από το πολιτικό πρόγραμμα μιας φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση (και πλέον και τον πόλεμο αυτό…), έτσι ώστε να προσεγγίσουμε σταδιακά εκείνο το μεταβατικό πρόγραμμα που θα μπορεί να πείσει τον ελληνικό λαό ότι μπορεί να βγει νικητής από τη σύγκρουση με την ντόπια ολιγαρχία και τον ιμπεριαλισμό, ότι μπορεί να ζήσει καλύτερα και ασφαλέστερα έξω από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ (π.χ. μέσα από μια κοινή ιστοσελίδα).

 

Μετωπική συμπόρευση στο κίνημα, όχι πολυτασικό κόμμα ή γραφειοκρατικό κονκλάβιο

Παρόλη τη γενική συμφωνία σε ένα πλαίσιο αγώνα, υπαρκτές διαφορές στη στρατηγική κατεύθυνση και στη «μέθοδο» οργάνωσης και δράσης, π.χ. στον συνδυασμό κοινοβουλευτικών και κινηματικών μορφών πάλης ή στις θέσεις γύρω από ζητήματα όπως ο αριστερός, αστικο-(νεο)φιλελεύθερης χροιάς δικαιωματισμός, αλλά και το γενικότερο κλίμα ηττοπάθειας, διάσπασης και ιδιώτευσης των τελευταίων χρόνων, εμποδίζουν την κοινή δράση και την πολιτική συμφωνία να φτάσουν σε ένα τέτοιο επίπεδο ωριμότητας που θα επέτρεπε τη συγκρότηση μετωπικού, πολιτικού σχηματισμού, με οργανωτική διάρθρωση, που να διεκδικεί την εξουσία ή και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και κυβέρνηση, όπως επιχειρεί η ΛΑΕ με το ΜΕΡΑ25, ή προτείνει η ΜΕΤΑΒΑΣΗ. Αυτό αποδείχθηκε για άλλη μια φορά στις πρόσφατες εκλογές, άλλωστε.

Χρειάζεται να χτίσουμε σταδιακά τους υποκειμενικούς και αντικειμενικούς όρους για τη δημιουργία ενός τέτοιου, «ώριμου» μετώπου, συμπορευόμενοι καταρχήν στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, δουλεύοντας, όσο το δυνατόν από κοινού, μέσα στις κοινωνικές οργανώσεις (εργατικές, φοιτητικές, επαγγελματικές, επιστημονικές, στους διάφορους συνεταιρισμούς, στις γειτονιές ή ακόμη και στην τοπική αυτοδιοίκηση) και στα διάφορα επιμέρους μέτωπα πάλης (οικονομικά, δημοκρατικά, εργασιακά, εκπαιδευτικά, περιβάλλον, τοπική αυτοδιοίκηση, πολιτισμός κ.ο.κ.). Πρέπει να σταματήσει ο πολιτικός ακτιβισμός που περιορίζεται στη συμπόρευση στο δρόμο μικρών πολιτικών οργανώσεων ανάλογα με την πολιτική συγκυρία, επιβεβαιώνοντας τους αδύναμους δεσμούς μας με την εργατική τάξη και τη νεολαία.

Αντίθετα, οφείλουμε να επιδιώκουμε την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συσπείρωση δυνάμεων σε κάθε επιμέρους μέτωπο πάλης ή κοινωνικό χώρο, ακόμη και με δυνάμεις που σε άλλα ζητήματα, ή μέτωπα πάλης, διαφωνούμε. Ταυτόχρονα, οφείλουμε να αξιοποιούμε τη συγκυρία (όπως, π.χ. στις πρόσφατες περιπτώσεις του εγκληματικού δυστυχήματος των Τεμπών και του αιτήματος για εθνικοποίηση των σιδηροδρόμων ή σε αυτήν της χρονικής σύμπτωσης των αγώνων των φοιτητών και αγροτών) και να δουλεύουμε συνειδητά για τη σύγκλιση των επιμέρους αυτών συσπειρώσεων και αγώνων. Έτσι, θα ωριμάζει, θα μαζικοποιείται και θα ριζοσπαστικοποιείται το κοινωνικοπολιτικό μέτωπο, κατ’ αναλογία του τρόπου που επιμέρους χείμαρροι συγκλίνουν προς ένα (λαϊκό) ποτάμι! Να δεσμευθούμε σε μια μακρο-/μεσο-πρόθεσμη διαδικασία που λαμβάνει χώρα καταρχήν στο κίνημα, «από τα κάτω», και όχι ως ένα επεισόδιο που καθορίζεται άπαξ και διά παντός από μια «από τα πάνω» πολιτική συμφωνία.

Από την άλλη, ένας ελάχιστος «από τα πάνω» πολιτικός συντονισμός ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις που είμαστε πρόθυμες να συμβάλουμε στη διαδικασία αυτή είναι αναγκαίος και αυτός, με τη σειρά του, απαιτεί ένα ελάχιστο πολιτικό πλαίσιο, με κύριους άξονες, ή και επιμέρους στόχους πάλης. Σε αυτό προσπαθεί να συμβάλει η ως άνω πρόταση για μετωπική συμπόρευση της Πρωτοβουλίας μας. Αλλά κι αυτός ο συντονισμός πρέπει να έχει προσανατολισμό στη δουλειά και κοινή δράση στο κίνημα, την οποία και να διευκολύνει και όχι στην πολιτική ζύμωση μεταξύ των οργανώσεων, ούτε να εκπέσει σε ένα «γραφειοκρατικό κονκλάβιο» «στρατηγών χωρίς στρατό» που βγάζει ανακοινώσεις περί παντός του επιστητού.

Μια καλή ιδέα, με αυτήν την έννοια, θα ήταν η όλη προσπάθεια να ξεκινήσει από τη βάση, π.χ. με τη συλλογή υπογραφών προσωπικοτήτων, αγωνιστών, συνδικαλιστών κ.ο.κ., και να αγκαλιαστεί στη συνέχεια και από τις πολιτικές δυνάμεις που επιθυμούν να συμβάλουν. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν κεντρικές εκλογικές μάχες στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα μας δίνει χρόνο για να δουλέψουμε με ένα τέτοιο πνεύμα, ώστε να δοθεί χρόνος για να ωριμάσει η διαδικασία αυτή, πριν τεθούν κεντρικο-πολιτικά ερωτήματα και απαιτήσεις.

 

Πλατιά αντιιμπεριαλιστική συσπείρωση, ούτε απλά «αντιπολεμική», ούτε «μέτωπο κομμουνιστών»

Ιδιαίτερη περίπτωση, αλλά και χαρακτηριστικό παράδειγμα της έλλειψης πολιτικής ωριμότητας και υστέρησης του υποκειμενικού παράγοντα που χαρακτηρίζει τη σημερινή περίοδο, είναι αυτό που ονομάζουμε γενικά αντιιμπεριαλιστικό – αντιπολεμικό – αντιφασιστικό κίνημα. Οι δυνάμεις του Συλλόγου μας, μαζί με άλλες δυνάμεις που συμπράττουν σήμερα στην Πρωτοβουλία μας, έχουν συμμετάσχει τα τελευταία χρόνια σε τουλάχιστον δύο προσπάθειες για συντονισμό στο κίνημα αυτό, τον Πανελλαδικό Αντιπολεμικό Κινηματικό Συντονισμό (ΠΑΚΣ), και τον Αντιιμπεριαλιστικό Συντονισμό για την Ήττα του ΝΑΤΟ (Συντονισμός στο εξής).

Ο πρώτος, ο ΠΑΚΣ, κατέρρευσε μέσα σε μια νύχτα με το ξέσπασμα της «Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης» της Ρωσίας στην Ουκρανία, λόγω της διαφωνίας των δυνάμεων που τον συναποτελούσαν για το τι στάση οφείλαμε να κρατήσουμε. Εκ των υστέρων, μπορούμε να πούμε ότι όφειλε να έχει εξαρχής πιο ξεκάθαρο αντιιμπεριαλιστικό και αντινατοϊκό χαρακτήρα ο οποίος θα προστάτευε το εγχείρημα και από τέτοιες διαφωνίες, για τρεις λόγους: πρώτον, διότι πάλη ενάντια στον πόλεμο (ή και στον φασισμό…) χωρίς πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό που τον γεννά δεν νοείται· δεύτερον, διότι ό, τι άποψη και να έχει κανείς για την κρατική φύση, τον ρόλο και τις ευθύνες της Ρωσίας, τα δικά μας πολιτικά καθήκοντα περιστρέφονται γύρω από την εναντίωσή μας στην ευρωατλαντική πολιτική της «δικής μας» κυβέρνησής και ιμπεριαλισμού· και τρίτον, διότι ακριβώς γύρω από τα καθήκοντα αυτά υπάρχει πλατιά συμφωνία (καμία εμπλοκή της χώρας μας, ακύρωση των παράνομων κυρώσεων, κλείσιμο των νατοϊκών βάσεων, έξοδος από το ΝΑΤΟ, ρήξη με την ΕΕ, διακοπή σχέσεων με το Ισραήλ, αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη, στην Κούβα, στη Βενεζουέλα κ.ο.κ.), όπως αποδείχθηκε και στις πρόσφατες κινητοποιήσεις αλληλεγγύης στην παλαιστινιακή αντίσταση (7 και 14 Οκτώβρη). Επομένως, στη βάση της παραπάνω αρχής για το μέγιστο της συσπείρωσης σε κάθε επιμέρους μέτωπο, είναι δυνατή μια τέτοια συσπείρωση και στο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, με την κάθε δύναμη να διατηρεί τις επιμέρους εκτιμήσεις ή θέσεις της για ζητήματα πέραν της κοινής μας συμφωνίας.

Ο δεύτερος, ο Συντονισμός, ο οποίος σε κάποιο βαθμό συγκροτήθηκε και ως απάντηση στη διάλυση του ΠΑΚΣ, συνάντησε διαλυτικές διαφωνίες, υπό το βάρος της δυσκολίας να υποστηριχθεί σήμερα στη χώρα μας το σύνθημα για την «Ήττα του ΝΑΤΟ», όταν οι μεγαλύτερες κομμουνιστικές οργανώσεις (ΚΚΕ, ΝΑΡ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ) αρνούνται να το υιοθετήσουν (παρόλο που υποτίθεται ότι υιοθετούν τα ως άνω πολιτικά καθήκοντα που – αντικειμενικά και ταυτόχρονα – απορρέουν από αυτό το σύνθημα αλλά και αποτελούν τη διεθνιστική μας συμβολή στην υλοποίησή του…).

Εκτιμούμε ότι το ζήτημα αυτό αποτελεί σημείο που διαχωρίζει την επαναστατική, κομμουνιστική πολιτική από μια πολιτική ρεφορμιστική ή «καουτσκική – κεντριστική», όπως εκφράζεται με τις λεγόμενες «ίσες αποστάσεις» μεταξύ του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού και των λαών και κρατών που αντιστέκονται στην παγκόσμια ηγεμονία του (βλ. πιο αναλυτικά εδώ, εδώ κι εδώ, και γενικότερα τη βιβλιογραφία εδώ). Ωστόσο, οι πολιτικές δυνάμεις που τελικά υιοθετούν μια τέτοια συνεπή στάση σήμερα περιορίζονται σε μια χούφτα οργανώσεων με λίγες δεκάδες ή εκατοντάδες μέλη η καθεμιά και πολύ ασθενή παρουσία στις οργανώσεις του εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Καθόλου τυχαία, λοιπόν, στον χώρο αυτόν προκύπτουν προτάσεις, όπως της Συλλογικότητας Αγώνα για την Επαναστατική Ενοποίηση της Ανθρωπότητας, και εγχειρήματα, όπως του Μετώπου Λαϊκού Αγώνα «Ηλέκτρα Αποστόλου», για αντιιμπεριαλιστικά μέτωπα με υψηλή απαίτηση για βαθιά πολιτική συμφωνία και οργανωτική διάρθρωση (με μέλη, τοπικές οργανώσεις κ.ο.κ.), ή και συνδέσεις με αντίστοιχες διεθνείς οργανώσεις, όπως η Παγκόσμια Αντιιμπεριαλιστική Πλατφόρμα (ΠΑΠ) στην περίπτωση της Επαναστατικής Ενοποίησης. Πρόκειται δηλαδή για προτάσεις και εγχειρήματα που θα αντιστοιχούσαν σε πιο «ώριμα» μέτωπα, με πρόταση και πρόγραμμα εξουσίας, όπως ήταν ιστορικά το ΕΑΜ, και που, στην περίπτωσή μας, αποτελούν στην ουσία περισσότερο «μέτωπα κομμουνιστών με τη σωστή γραμμή», παρά κινηματικές συσπειρώσεις.

Όμως, ένα τόσο υψηλό επίπεδο πολιτικής συμφωνίας για τη στρατηγική κατεύθυνση και τα πολιτικά καθήκοντα στη χώρα μας, όπως και το αντίστοιχο επίπεδο δέσμευσης για κοινή οργάνωση και δράση, αρμόζει και πρέπει να αξιοποιηθεί στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος για την ίδρυση κομμουνιστικής μεταβατικής οργάνωσης. Είναι η δράση της κομμουνιστικής πρωτοπορίας στο αντιιμπεριαλιστικό – και γενικότερα εργατικό και λαϊκό – κίνημα αυτή που απαιτεί τέτοια ενιαία οργάνωση και πειθαρχία και, αυτή, μάλιστα, στη γενική περίπτωση, δεν ευνοείται από μετωπικού τύπου σχηματισμούς.

Επομένως, εκτιμώ ότι ένα τέτοιο «μέτωπο κομμουνιστών» δεν αποτελεί την απάντηση ούτε για την ανασυγκρότηση του ΚΚ, ούτε για την όσο το δυνατόν πλατύτερη συσπείρωση δυνάμεων στο αντιιμπεριαλιστικό κίνημα στη βάση της ως άνω υπαρκτής συμφωνίας. Ωστόσο, η Πρωτοβουλία μας στηρίζει, και προσπαθεί να συμμετάσχει, στο μέτρο που της αναλογεί με βάση τις δυνάμεις της, σε οποιαδήποτε προσπάθεια κινείται προς την κατεύθυνση αυτού του διπλού καθήκοντος, δηλ. της ανασυγκρότησης του εργατικού και λαϊκού κινήματος σε αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, όπως και της κομμουνιστικής πρωτοπορίας στο εσωτερικό του σε μεταβατική κομμουνιστική οργάνωση. Αυτό κάνουμε και στην περίπτωση του Μετώπου Λαϊκού Αγώνα «Ηλέκτρα Αποστόλου».

 

*          *          *

 

Σε κάθε περίπτωση, συνεχίζουμε να επιδιώκουμε την όσο το δυνατόν πλατύτερη μετωπική συμπόρευση στο κίνημα στη βάση του δημοσιευμένου μας καλέσματος και θα πάρουμε επιπλέον πρωτοβουλίες σε αυτήν την κατεύθυνση.

 

Μοιραστείτε το άρθρο