του Βασίλη Λιόση

 

Περιεχόμενα:

Α. Προοίμιο

Β. Με ποια μεθοδολογία

Γ. Η αποχή

Δ. Σύγκριση αποτελεσμάτων ευρωεκλογών 2019-2024

Ε. Η ακτινογραφία της ψήφου

ΣΤ. Η ΝΔ

Ζ. Ο ΣΥΡΙΖΑ

Η. Το ΠΑΣΟΚ

Θ. Το ΚΚΕ

Ι. Η Aκροδεξιά

ΙΑ. Το ΜΕΡΑ25 – Ανατρεπτική Οικολογική Αριστερά

ΙΒ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ

ΙΓ. Η γνώμη των Ελλήνων για την EE

ΙΔ. Μερικά βασικά συμπεράσματα

Α. Προοίμιο

Προκειμένου να γίνει μια όσο το δυνατόν ακριβέστερη εκτίμηση των πρόσφατων αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών θα πρέπει να πάρουμε υπόψη μας το πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιήθηκαν. Πραγματοποιήθηκαν, λοιπόν, σε μια περίοδο υψηλότατου πληθωρισμού και σύμφωνα με όλες τις έρευνες αλλά και την προσωπική εμπειρία του καθενός η ακρίβεια αναδείχθηκε το νούμερο ένα πρόβλημα. Επίσης, όλο το προηγούμενο διάστημα δύο ζητήματα εγείρανε εκτενείς συζητήσεις στην ελληνική κοινωνία. Το ένα αφορούσε το έγκλημα των Τεμπών και το άλλο τον νόμο που ψηφίστηκε για τα ομόφυλα ζευγάρια. Ειδικά, η θεματολογία που συζητήθηκε ενόψει των ευρωεκλογών μικρή σχέση είχε με το διακύβευμα των ευρωεκλογών αφού παρουσιάστηκαν κυβερνητικά προγράμματα  ωσάν να επρόκειτο για βουλευτικές, ενώ παράλληλα κυριάρχησε το θέμα του πόθεν έσχες των πολιτικών αρχηγών σε μία εκφυλισμένη και παρακμιακή συζήτηση με υπεύθυνους τους Μητσοτάκη-Κασσελάκη. Όσον αφορά το διεθνές πλαίσιο βρίσκονταν και βρίσκονται σε εξέλιξη δύο πόλεμοι. Ο ένας μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας με την πυρηνική σύγκρουση να βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ άλλοτε και ο άλλος στα εδάφη της Παλαιστίνης που μόνο κατά σύμβαση μπορεί να θεωρηθεί πόλεμος αφού πρόκειται για γενοκτονία.

 

Β. Με ποια μεθοδολογία

Το αποτέλεσμα δεν έκρυβε κάποια ιδιαίτερη έκπληξη αφού σε γενικές γραμμές οι εκλογικές επιδόσεις των κομμάτων ήταν οι αναμενόμενες. Επιπλέον, θα πρέπει να έχουμε μια μεθοδολογία για τη σύγκριση των αποτελεσμάτων. Το γνωστό τέχνασμα που χρησιμοποιούν κατά κόρον τα κόμματα, δηλαδή να συγκρίνουν αποτελέσματα μη ομοειδών εκλογικών αναμετρήσεων κατά το δοκούν δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σοβαρό εργαλείο. Οι εκλογές για να συγκριθούν πρέπει να είναι ομοειδείς, παρά το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες ήταν σχετικά κοντά στις βουλευτικές και είχαν, ίσως, ένα υβριδικό χαρακτήρα. Αν, ωστόσο, σήμερα γίνονταν βουλευτικές εκλογές, τα αποτελέσματα δεν θα ήταν προφανώς τα ίδια με αυτά των πρόσφατων ευρωεκλογών. Συνήθως, η σύγκριση από τα επιτελεία των κομμάτων γίνεται ανάμεσα στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών με τις τελευταίες βουλευτικές, προφανώς όταν η επίδοση στις πρώτες είναι καλύτερη. Πρόσθετο κριτήριο μπορεί να θεωρηθεί ο στόχος που έθετε κάθε κόμμα για τον εαυτό του.

 

Γ. Η αποχή

Είναι γνωστό ότι στις εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων ετών η αποχή ακολουθεί μια αυξητική τάση. Ωστόσο, σε αυτές τις ευρωεκλογές έσπασε κάθε ρεκόρ. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η αποχή είναι 10% περίπου μικρότερη από τα νούμερα που δίνονται λόγω μη εκκαθαρισμένων εκλογικών καταλόγων, το ποσοστό είναι πολύ μεγάλο και προσεγγίζει το 50%.

Οι λόγοι της αποχής δεν είναι απαραίτητα ενιαίοι για όσους απέχουν. Είναι απόρροια της απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, της απογοήτευσης, της αδιαφορίας, της υποχώρησης του λαϊκού κινήματος των τελευταίων δεκαετιών και της συντηρητικοποίησης που εκφράζεται με ένα πλήθος φαινομένων: απομαζικοποίηση των αριστερών κομμάτων, απομαζικοποίηση των συνδικάτων, μειωμένη συχνότητα διεξαγωγής απεργιών και κινητοποιήσεων, εμφάνιση ρατσιστικών και εθνικιστικών απόψεων κ.λπ..

Μπορεί ο αστικός πολιτικός κόσμος να χύνει κροκοδείλια δάκρυα για την αυξημένη αποχή, αλλά είναι ο κύριος και βασικός υπεύθυνος για αυτό το φαινόμενο και στην πραγματικότητα είναι ένα φαινόμενο που τον βολεύει.

Στον παρακάτω πίνακα φαίνεται η εξέλιξη της αποχής για τις βουλευτικές εκλογές 1974-2023 (ιδία επεξεργασία)

Πορεία των ποσοστών της αποχής για την περίοδο 1974-2023:

Δ. Σύγκριση αποτελεσμάτων ευρωεκλογών 2019-2024

Ε. Η ακτινογραφία της ψήφου[1]

Πώς ψήφισαν ηλικιακά:

Πώς ψήφισαν με βάση την απασχόληση:

Πώς ψήφισαν με βάση την πολιτική τοποθέτηση:

ΣΤ. Η ΝΔ

Όσον αφορά τη ΝΔ αναμφισβήτητα υπέστη μια πολιτική ήττα. Κατ’ αρχάς ο στόχος του 33% δεν επετεύχθη και η απόσταση από τον δηλωμένο στόχο και το ποσοστό που έλαβε προσέγγισε σχεδόν το 5%. Το ποσοστό που έλαβε δεν έχει μεγάλη διαφορά από το κατώτατο όριο που της έδιναν οι δημοσκοπήσεις, ωστόσο σε καμία από αυτές δεν υπήρχε το συγκεκριμένο νούμερο ως κατώτατο όριο. Αυτό για άλλη μια φορά δημιουργεί ερωτήματα για την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων.

Στην ανάλυση της ψήφου φαίνεται πως αντιμετωπίζει πρόβλημα στις νέες ηλικίες, στους άνεργους, τους φοιτητές και τους μισθωτούς. Τα μεγαλύτερα ποσοστά της τα επιτυγχάνει στους συνταξιούχους και τις νοικοκυρές. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός ότι ενώ στις βουλευτικές εκλογές η ΝΔ είχε κατακτήσει πρωτιές σε όλες τις λαϊκές περιοχές, τώρα στις ίδιες περιοχές είχε σοβαρότατες απώλειες.[2]

Βλέποντας κανείς τη μετακίνηση των ψηφοφόρων της ΝΔ καταλήγει στο ότι είχε διαρροές προς όλα τα κόμματα αλλά κατά κύριο λόγο προς το κλασικό συντηρητικό τόξο. Βασική αιτία είναι η ακρίβεια, πράγμα που σημαίνει ότι η Ακροδεξιά έχει πλέον τη δυνατότητα να καρπώνεται την κοινωνική δυσαρέσκεια που άλλες εποχές μπορούσε να την καρπωθεί και την καρπωνόταν η Αριστερά. Πιθανή είναι και μία διευρυμένη δυσαρέσκεια στους ελεύθερους επαγγελματίες που έχουν στοχοποιηθεί ως φοροφυγάδες. Η διαρροή αυτή εξηγείται επίσης από μια συντηρητική σκοπιά και σχετίζεται με τον νόμο για τα ομόφυλα ζευγάρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ημέρα που ψηφιζόταν στη βουλή το σχετικό νομοσχέδιο η ΝΔ χωρίστηκε επί της ουσίας στα δύο, κάτι πρωτοφανές για τα ελληνικά κοινοβουλευτικά δεδομένα. Επίσης, η έπαρση του 41% και η προκλητική προσπάθεια για το κουκούλωμα του εγκλήματος των Τεμπών έπαιξαν πιθανώς κάποιο ρόλο.

Επομένως, ενώ από τη μία μπορεί να θεωρηθεί θετική η εκλογική της μείωση, είναι ασφαλώς προβληματικό το γεγονός ότι δεν εκφράστηκε σε ένα διακριτό ρεύμα ριζοσπαστικής ψήφου. Στις πρώτες εκτιμήσεις που κάνανε τα στελέχη της ΝΔ, αποφάνθηκαν πως πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη, πράγμα που υπονοούσε ότι η ατζέντα της ΝΔ πρέπει να μετατοπιστεί κι άλλο προς τα δεξιά. Οι φωνές που ακούστηκαν για επιστροφή στον κοινωνικό φιλελευθερισμό (δηλαδή η ανάγκη να υπάρξουν κεϋνσιανές πινελιές) ήταν μάλλον αδύναμες και μεμονωμένες (Νικήτας Κακλαμάνης).

Σε κάθε περίπτωση η εκλογική πτώση της ΝΔ δεν πρέπει να μας ξεγελά και να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι από εδώ κι έπειτα έχει πάρει την κατιούσα και αυτό για τους εξής λόγους:

Πρώτον, έχει αποδειχτεί διαχρονικά ότι η ΝΔ έχει ένα σκληρό πυρήνα κοντά στο 30%. Εξαίρεση αποτέλεσε το ιστορικό χαμηλό της με 19% που σημειώθηκε στις εκλογές του Μαΐου του 2012, αλλά μία τέτοια μεγάλη πτώση δεν παρουσιάζεται συχνά και η συγκεκριμένη σημειώθηκε εν μέσω μιας οξύτατης κρίσης. Δεύτερον, η αποχή έπληξε κατά κύριο λόγο τη ΝΔ, πράγμα που σημαίνει ότι έχει περιθώρια επιστροφής ψήφων από αυτή τη δεξαμενή. Τρίτο, περιθώρια επιστροφής ψήφων έχει και από το 20% της ακροδεξιάς δεξαμενής, αφού στις βουλευτικές εκλογές η ψήφος δεν είναι τόσο χαλαρή όσο στις ευρωεκλογές. Tέλος, η πρόσφατη εμπειρία μας δείχνει πως ακόμη και μία πολιτική παροχών με ψίχουλα μπορεί να επιδράσει στο εκλογικό σώμα.

Ζ. Ο ΣΥΡΙΖΑ

Η πορεία εκφυλισμού του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζεται αδιαλείπτως αλλά πλέον με εκθετικούς ρυθμούς. Αφού η προηγούμενη ηγεσία απαξίωσε πλήρως την έννοια της Αριστεράς, απογοήτευσε κόσμο που είχε ακολουθήσει το συγκεκριμένο κόμμα και συνέβαλε ως εκ τούτου στη συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, τώρα υπό τη νέα ηγεσία εισάγονται νέα ήθη που έχουν να κάνουν τόσο με τον τρόπο επικοινωνίας όσο και με το περιεχόμενο της ίδιας της πολιτικής του πρότασης. Ο νέος του αρχηγός μιλά ακόμη περισσότερο σε σχέση με τον προηγούμενο σε πρώτο ενικό διαλύοντας με αυτόν τον τρόπο κάθε έννοια συλλογικότητας, αποπνέει έναν απαράδεκτο ναρκισσισμό, επικοινωνεί με βίντεο και με το τικ-τοκ, ενώ μερικές από τις προτάσεις του ξεφεύγουν από ένα πλαίσιο σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης και υπάγονται στη δεξιά ατζέντα (π.χ. αστυνομικός της γειτονιάς).

Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια συνεχή τροχιά παρακμής και απαξίωσης και τουλάχιστον προς το παρόν δεν εμφανίζονται σημάδια αντιστροφής αυτού του κλίματος. Οι δηλωμένοι εκλογικοί στόχοι που άλλοτε μιλούσαν για πρωτιά και άλλοτε για ανατροπή του πολιτικού σκηνικού δεν προσεγγίστηκαν ούτε κατ’ ελάχιστον. Είτε, λοιπόν, η σύγκριση γίνει με τις προηγούμενες ευρωεκλογές είτε με τους διακηρυγμένους στόχους, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη δεινή ήττα.

Η. Το ΠΑΣΟΚ

Το ΠΑΣΟΚ είχε μία εκλογική άνοδο σε σχέση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές της τάξης του 5%, αλλά ο δεδηλωμένος στόχος, να είναι η δεύτερη πολιτική δύναμη, δεν επετεύχθη. Το ΠΑΣΟΚ, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει ακριβώς το ίδιο πρόβλημα. Και τα δυο κόμματα πλέουν  μέσα σε ένα γενικότερο πολιτικό πλαίσιο που φέρει τον τίτλο «χρόνια κρίση της σοσιαλδημοκρατίας». Με δεδομένη την ολοσχερή κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού, ως μιας πάγιας στρατηγικής του κεφαλαίου, αδυνατούν να διαμορφώσουν μια ριζικά διαφοροποιημένη πρόταση που να προσεγγίζει έστω και το μοντέλο της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας. Μάλιστα, ακόμα και σε ένα πεδίο ζητημάτων που δεν άπτονται της οικονομίας, π.χ. νόμος για ομόφυλα ζευγάρια, ο κλασσικός νεοφιλελευθερισμός κατόρθωσε να τα αφοπλίσει.

Πάντως, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, στα τραπέζια των πολιτικών αναλύσεων του εκλογικού αποτελέσματος, τέθηκε το ζήτημα του ανακατέματος της τράπουλας στη λεγόμενη Κεντροαριστερά. Ο ίδιος ο Ανδρουλάκης, το έθεσε στις δηλώσεις του αλλά και στελέχη του ΠΑΣΟΚ αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ σε διάσταση με τον Κασσελάκη, ο οποίος προς το παρόν φαίνεται να είναι αρνητικός σε ένα τέτοιο σενάριο. Το αστικό πολιτικό σύστημα φαίνεται διατεθειμένο να δουλέψει προς μία τέτοια κατεύθυνση δηλαδή, σε μια προοπτική συντονισμού, συμμαχίας, ανασύνθεσης ή και ενοποίησης των δύο κομμάτων. Ως πρότυπο θα χρησιμοποιηθεί το μοντέλο του Δήμου Αθήνας με την εκλογή Δούκα, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο επιστροφής του Τσίπρα ως ηγέτη ενός ευρύτερου «κεντροαριστερού» συνασπισμού με τη μία ή την άλλη μορφή. Προς το παρόν οι κοινωνικοί κραδασμοί από την πολιτική της ΝΔ απορροφούνται με τον ένα ή άλλο τρόπο, ωστόσο πιθανές μελλοντικές εξελίξεις με κοινωνικές εκρήξεις και πολιτική αστάθεια απαιτούν ένα αναδιαμορφωμένο δικομματικό πολιτικό σύστημα.

Θ. Το ΚΚΕ

Το ΚΚΕ είναι σαφώς κερδισμένο από το εκλογικό αποτέλεσμα. Στα αίτια της ανόδου του μπορούμε να συμπεριλάβουμε: α) τις ιστορικές του ρίζες στην κοινωνία που ακόμη είναι υπαρκτές, β) την ανάδειξη του ως του μοναδικού συγκροτημένου και οργανωμένου αριστερού πόλου, γ) την αυταπάρνηση των μελών του στους κοινωνικούς αγώνες, δ) την ύπαρξη ενός κομματικού μηχανισμού που λειτουργεί πιο συγκροτημένα και πειθαρχημένα σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο, ε) το γεγονός ότι έχει απαλύνει τις οξείες γωνίες όσον αφορά τον σεχταρισμό προηγούμενων ετών.

Δεν μπορούμε να ξέρουμε με ακρίβεια αν μια διαφαινόμενη δεξιά στροφή του έφερε και νέους ψηφοφόρους από συντηρητική σκοπιά. Για παράδειγμα, η αντίθεσή του, σωστή εν μέρει, στον νόμο για τα ομόφυλα ζευγάρια, συνοδευόταν και από συντηρητικές θεωρήσεις. Επίσης, η διεύρυνση του ψηφοδελτίου του με πρόσωπα όπως ο Γουλιάμος (ρέκτης των ιδιωτικών πανεπιστημίων) και η υποστήριξη του κόμματος από πρόσωπα όπως η Ξηροτύρη, ο Μαριάς (πρώην στέλεχος των ΑΝΕΛ) και η Κούνεβα που ουδέποτε εξέφρασε την αντίρρησή της στο τρίτο μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ, υπογραμμίζουν αυτή τη δεξιά στροφή.

Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε τα εξής: οι νέοι κερδισμένοι ψήφοι δεν μπορούν να θεωρηθούν δεδομένοι, διότι το πολιτικό σκηνικό είναι αρκετά ρευστό και οι μετακινήσεις σχετικά εύκολες, ενώ έχουν αμβλυνθεί γενικότερα στον κόσμο τα ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια. Ένα τμήμα των ψηφοφόρων του ΚΚΕ ενίσχυσε εκλογικά το κόμμα έχοντας σοβαρές διαφωνίες και προβληματισμούς για την πολιτική του κόμματος με το σκεπτικό «να μην πάει χαμένη η ψήφος».

Η ηγεσία του κόμματος έχει κάνει μια θεμελιώδη στροφή όσον αφορά τη θέση του κόμματος απέναντι στην ΕΕ, αφού η έξοδος από αυτήν συνδέεται με τη λαϊκή εξουσία, δηλαδή με τη δικτατορία του προλεταριάτου και τον σοσιαλισμό. Επομένως, το παλαιότερο σύνθημα για την έξοδο από την ΕΟΚ/ΕΕ έχει εγκαταλειφθεί, αφού «μια τέτοια έξοδος μπορεί να γίνει με αστικούς όρους». Παρόλα αυτά τα συνθήματα του κόμματος παλινδρομούσαν ανάμεσα σε ένα μινιμαλισμό και σε ένα μαξιμαλισμό. Από τη μία κεντρικό σύνθημα ήταν το εντελώς απολίτικο «Κάνε αυτό που σκέφτεσαι. Ψήφο στο ΚΚΕ» και  από την άλλη σε αφίσες υπήρχε το σύνθημα για τη σοσιαλιστική Ευρώπη, κάτι που προφανώς δεν μπορούσε να κριθεί στις ευρωεκλογές. Εν τέλει, η απουσία μιας άμεσης συγκρουσιακής πρότασης και ο παράλληλα καταγγελτικός λόγος, φαίνεται να ικανοποιεί μία γενική μικροαστική αγανάκτηση. Μια αγανάκτηση που απορρέει από την υπάρχουσα ασφυκτική κατάσταση αλλά δεν έχει διάθεση να πάει σε ένα δρόμο ρήξης.

Η αλλαγή της θέσης για την ΕΕ αυτή δεν είναι προς μια ριζοσπαστική αλλά προς μια συντηρητική κατεύθυνση αφού δεν τίθεται το ζήτημα της ρήξης και της σύγκρουσης εδώ και τώρα αλλά μετατίθεται σε ένα αόριστο μέλλον. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο δημοψήφισμα του 2015 η κομματική «γραμμή» μίλαγε για καταστροφή σε ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ, θέση που άλλωστε την εξήρε ο Προκόπης Παυλόπουλος.

Εντύπωση προκάλεσε η πρώτη τοποθέτηση του γενικού γραμματέα το βράδυ των εκλογών στην οποία δεν έκανε αναφορά στην άνοδο των ακροδεξιών μορφωμάτων.

Ι. Η Aκροδεξιά

Η άνοδος της Ακροδεξιάς προφανώς δεν είναι φαινόμενο των τωρινών ευρωεκλογών αλλά ένα φαινόμενο που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και χρόνια. Πρώτος και κύριος λόγος είναι η πολιτική της ολιγαρχίας σε κάθε χώρα και συνολικά η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η φτώχεια, το προσφυγικό μεταναστευτικό με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται, η νεοφιλελεύθερη γουόκ ατζέντα που απαντιέται με συντηρητικά αντανακλαστικά από ένα μέρος της κοινωνίας (πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος), η ιδεολογική προπαγάνδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία ταυτίζει κομμουνισμό και φασισμό, η γενικότερη αναθεώρηση της ιστορίας, μπορούν σε γενικές γραμμές να ερμηνεύσουν την άνοδο αυτή.

Η Ακροδεξιά, πλέον, δεν αποτελεί μια γραφική περίπτωση στην πολιτική σκηνή των χωρών αλλά μια στρατηγική επιλογή τμημάτων της εκάστοτε αστικής τάξης. Αποτελεί μια εναλλακτική και σε πολλές φορές αντικαθιστά τον παλιό δικομματισμό ανάμεσα στα κλασικά συντηρητικά κόμματα και τα σοσιαλδημοκρατικά με ένα νέο δίπολο που αποτελείται από νεοφιλελεύθερα κόμματα και Ακροδεξιά.

Επιπλέον, δίχως διάθεση αυτομαστιγώματος και μεμψιμοιρίας, θα πρέπει να παραδεχτούμε και τις ευθύνες της Αριστεράς που είναι άλλης τάξης. Η μη συνειδητοποίηση του κινδύνου, οι λογικές της ιδεολογικής καθαρότητας, η μη ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση του νεοναζισμού/φασισμού είναι δεδομένα που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν.

Σε αυτό το σημείο αξίζει να γίνει μία υπόμνηση. Σε κάποιες περιπτώσεις εκφράστηκε μέσα από την Ακροδεξιά και μια δυσαρέσκεια για την πολεμική οικονομία της ΕΕ και τον πόλεμο στην Ουκρανία ειδικότερα (π.χ. στη Γαλλία με τη Λεπέν ή στη Γερμανία με το AfD), όπως και για άλλες πλευρές της πολιτικής της ΕΕ, όπως η «πράσινη μετάβαση», ή η μεταναστευτική (προφανώς από αντιδραστική σκοπιά βέβαια). Έτσι, η Ακροδεξιά πρόβαλε με ένα κίβδηλο αντιιμπεριαλιστικό λόγο ικανό να ξεγελάσει μάζες εργαζομένων, όπως άλλωστε έγινε και στον μεσοπόλεμο.

Η ισχυρή παρουσία της Λεπέν στη Γαλλία, της Μελόνι στην Ιταλία, του AfD στη Γερμανία και άλλων ακροδεξιών μορφωμάτων σε όλη την Ευρώπη αλλά και εκτός αυτής, δεν χτυπάνε απλά το καμπανάκι αλλά μια τεράστια ισχυρή καμπάνια για το τι μπορεί να ακολουθήσει. Η ίδια καμπάνα χτυπάει και στην περίπτωση της Ελλάδας αφού ένα ισχυρό κομμάτι της Ακροδεξιάς στεγάζεται πλέον στη ΝΔ, αλλά και τα εκτός ΝΔ ακροδεξιά κόμματα προβάλλουν στην πολιτική σκηνή πλέον με αξιώσεις. Στις τελευταίες ευρωεκλογές το άθροισμά τους υπερέβη το 20% και λαμβάνοντας υπόψη τις επιδόσεις και από προηγούμενες εκλογές φαίνεται ότι αυτό το πολιτικό σύνολο σταθεροποιείται σε διψήφια νούμερα.

ΙΑ. Το ΜΕΡΑ25 – Ανατρεπτική Οικολογική Αριστερά

Το ΜΕΡΑ25 μαζί με τα συμμαχικά σχήματα για άλλη μια φορά πήγαν στην πηγή αλλά δεν μπόρεσαν να πιούν νερό, αν και αυτή τη φορά μάλλον η απόστασή τους από την πηγή ήταν μεγαλύτερη από τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Η αδυναμία να κάνουν την εκλογική υπέρβαση οφείλεται σε βασικά δύο λόγους.

Ο πρώτος έχει να κάνει με τις αντιφάσεις που συχνά πυκνά καταγράφονται στον λόγο του επικεφαλής Γιάνη Βαρουφάκη. Οι αντιφάσεις αυτές φάνηκαν ανάγλυφα σε μια από τις προεκλογικές συνεντεύξεις του. Ενώ μίλησε για γκουλάκ δημιουργώντας απωθητικά αντανακλαστικά σε αριστερό κόσμο, και κυρίως σε αυτόν του ΚΚΕ, την ίδια ώρα δήλωσε πως αν δεν υπήρχε το ΜΕΡΑ25 θα ψήφιζε το ΚΚΕ.

Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τις κεντρικές πολιτικές αμφισημίες του ίδιου του πολιτικού σχηματισμού. Παρά το γεγονός ότι έχουν γίνει βήματα προς μια πιο ριζοσπαστική θεώρηση για την ΕΕ, για παράδειγμα, οι πολιτικές της ΕΕ όχι μόνο σωστά καταγγέλλονται, αλλά υπογραμμίζεται ότι η ΕΕ δεν μεταρρυθμίζεται, την ίδια στιγμή δεν γίνεται το αποφασιστικό βήμα για την υιοθέτηση μιας θέσης που θα μιλάει για έξοδο από την ΕΕ. Πρόκειται για μία θέση που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την απεξάρτηση της χώρας από τον «λάκκο των λεόντων» και άρα απαραίτητη προϋπόθεση για μια ανάπτυξη άλλου τύπου αλλά και συγχρόνως μια θέση που κανένα άλλο πολιτικό κόμμα δεν τη θέτει, ενώ υπάρχει, παρά τη λυσσώδη προπαγάνδα και την πλύση εγκεφάλου, ένα διακριτό τμήμα του ελληνικού λαού που είτε αμφισβητεί την ΕΕ και την κρίνει αρνητικά είτε τάσσεται υπέρ της εξόδου. Επίσης η άποψη για τον αρνητικό ρόλο της ΕΕ στο ουκρανικό και το παλαιστινιακό είναι πλειοψηφική στον ελληνικό λαό.

Το αποτέλεσμα είναι οι υπόλοιπες προγραμματικές θέσεις του σχηματισμού αυτού να «κρέμονται» αστήριχτες, όταν οι βασικές πολιτικές προϋποθέσεις υλοποίησής του (διαγραφή χρέους, έξοδος από την Ευρωζώνη, ρήξη με την ΕΕ με κατάληξη την αποδέσμευση/έξοδο από αυτήν, έξοδος από το ΝΑΤΟ, σύναψη όσο το δυνατόν πιο ισότιμων σχέσεων με όλες τις χώρες του κόσμου, και ειδικά αυτές εκτός ΕΕ και ΝΑΤΟ) είτε απορρίπτονται τελείως, είτε αναβάλλονται για ένα αόριστο μέλλον και η συζήτηση γι’ αυτά «θολώνει» και υποχωρεί στο παρασκήνιο. Άρα το πολιτικό κενό που έχει δημιουργηθεί στη βάση αυτή, δεν έχει αξιοποιηθεί από το συγκεκριμένο πολιτικό σχηματισμό, όπως και από κανέναν άλλο.

Εκτός των παραπάνω, υπάρχει και μια εγγενής παθογένεια που σχετίζεται με την αδυναμία ή απροθυμία συγκρότησης ενός πολιτικού μετώπου με ισχυρές βάσεις στους κοινωνικούς αγώνες, π.χ. με παρέμβαση στο συνδικαλιστικό, εργατικό, φοιτητικό, νεολαιίστικο κίνημα.

Πιθανώς η εκλογική επίδοση του ΜΕΡΑ 25 να ήταν καλύτερη αν στις εκλογές δεν υπήρχε και το ψηφοδέλτιο της Νέας Αριστεράς.

Εκτός των παραπάνω, υπάρχει και μια εγγενής παθογένεια που σχετίζεται με την αδυναμία ή απροθυμία συγκρότησης ενός στιβαρού κόμματος, με συνεκτικές κομματικές οργανώσεις και με παρέμβαση στο συνδικαλιστικό, εργατικό, φοιτητικό, νεολαιίστικο κίνημα.

ΙΒ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Το πρόβλημα με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι μόνο οι χαμηλές εκλογικές επιδόσεις της. Πρόβλημα είναι ότι η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά εν γένει εδώ και μισό αιώνα κινείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας και ουδέποτε αποφάσισε να κάνει μια γενναία αυτοκριτική και να αναλύσει τα αίτια αυτής της στασιμότητας που κάποιες φορές φλερτάρει με την ανυπαρξία. Ειδικά όσον αφορά την τελευταία εκλογική αναμέτρηση, εντύπωση προκαλούν οι διαπιστώσεις για άνοδο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αφού η σύγκριση γίνεται με το αποτέλεσμα των τελευταίων βουλευτικών εκλογών.  Αν, όμως, η σύγκριση γίνει με τις ευρωεκλογές του 2019 υπάρχει μια μεγάλη απώλεια ψήφων και ποσοστών.

Το κύριο πρόβλημα του ρεύματος αυτού είναι η διαχρονική του άρνηση να μετατρέψει την κριτική του στο καπιταλιστικό σύστημα σε πρόταση εξουσίας στη συγκεκριμένη συγκυρία και κατάσταση της χώρας μας, συνοδεύοντάς την με τις αντίστοιχες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες. Αντίθετα, αρκείται σε έναν «επαναστατικό/αντικαπιταλιστικό» βερμπαλισμό, διαφημίζοντας π.χ. ότι δεν «θέλει να κυβερνήσει στον καπιταλισμό» («αντιδιαχειριστική Αριστερά»).

Πώς ψήφισαν με βάση την πολιτική τοποθέτηση:

ΙΓ. Η γνώμη των Ελλήνων για την EE

Παραθέτουμε ευρήματα από μερικές έρευνες σχετικά με τη γνώμη των Ελλήνων για την ΕΕ.

Συνολικά, από τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ θα λέγατε ότι [3]:

ΙΔ. Μερικά βασικά συμπεράσματα

  1. Και σε αυτές τις εκλογές επιβεβαιώθηκε η συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, η οποία εκφράστηκε είτε μέσω της ενίσχυσης της Ακροδεξιάς είτε της αποχής που έσπασε κάθε προηγούμενο ρεκόρ.
  2. Τα φαινόμενα εκφυλισμού είναι πλέον εδραιωμένα στην ελληνική πολιτική σκηνή, αφού στις πρώτες θέσεις των εκλεγμένων ευρωβουλευτών των αστικών κομμάτων προβάλλουν ηθοποιοί, δημοσιογράφοι, αθλητές και τηλεπερσόνες. Τα φαινόμενα αυτά είχαν φανεί και σε προηγούμενα χρόνια με την εκλογή δημάρχων όπως ο Ψινάκης και ο Μπέος, περιφερειαρχών όπως ο Ψωμιάδης και βουλευτών που αναδείχθηκαν κάνοντας καριέρα ως τηλεπωλητές (Βελόπουλος, Γεωργιάδης).
  3. Το πολιτικό σκηνικό θα βρεθεί πιθανώς το επόμενο χρονικό διάστημα σε μια διαδικασία αναδιαμόρφωσης. Κατά βάση, η αναδιαμόρφωση αυτή θα αφορά τον χώρο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς, ίσως όμως γίνουν και κινήσεις ενοποίησης του ακροδεξιού χώρου.
  4. Για άλλη μια φορά έχει αναδειχθεί ένα μεγάλο πολιτικό κενό στον χώρο της ριζοσπαστικής, αντιιμπεριαλιστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς. Η ανάγκη να προβληθεί ένα άμεσο πρόγραμμα ανακούφισης και σύγκρουσης με την εγχώρια ολιγαρχία και τον ιμπεριαλισμό και αυτό να συνδεθεί με το στρατηγικό όραμα είναι απολύτως υπαρκτή αλλά δεν εκφράζεται από κανένα πολιτικό σχηματισμό. Το κενό αυτό, αν δεν καλυφθεί από αυτές τις δυνάμεις που αγωνιούν σε αυτή την κατεύθυνση, θα εκφραστεί ακόμα πιο στρεβλά, είτε από μία επιπλέον παρηκμασμένη σοσιαλδημοκρατία που θα παρουσιαστεί μακιγιαρισμένη στο μέλλον, είτε από ακροδεξιές δυνάμεις. Επομένως, το ερώτημα έρχεται και επανέρχεται: ποιος, πότε και πώς;

 

Μοιραστείτε το άρθρο